Στο σπίτι του Αλέξανδρου Κορυζή το τηλέφωνο κουδούνισε χαράματα, στις πέντε και τέταρτο. Πήρε το ακουστικό η κυρία Κορυζή άκουσε να της μιλάνε γαλλικά. Της είπαν ότι ο πρεσβευτής της Γερμανίας θέλει να ιδεί επειγόντως τον πρωθυπουργό. Η συνάντηση ορίστηκε για μισή ώρα αργότερα. Δεν είταν δύσκολο να μαντέψει κανένας το λόγο ενός διπλωματικού διαβήματος σε τόσο ασυνήθιστη ώρα. Ο Κορυζής ειδοποίησε αμέσως το βασιλέα, τους υπουργούς. Ο Έρμπαχ, που ήρθε την ορισμένη ώρα, χαιρέτησε τυπικά τον πρωθυπουργό και του δήλωσε πως την ίδια αυτή στιγμή, στο Βερολίνο, γινόταν επίδοση από τη Γερμανική Κυβέρνηση στον εκεί Έλληνα πρεσβευτή ενός έγγραφου. Είταν μια διακοίνωση, που αντίγραφο της θα διάβαζε τώρα κι’ αυτός στον πρωθυπουργό.
Είταν μακρυά η διακοίνωση. Αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η γερμανική διπλωματία είχε κατορθώσει να συναρμολογήσει για δικαιολογία της ανανδρίας να χτυπηθεί στο πλευρό του ένας μικρός, μαχόμενος λαός. Είταν οι αιώνιες κατηγορίες: Πως είχε γίνει δεκτή από την Ελλάδα η αγγλική εγγύηση, πως είχαν αναληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες υποχρεώσεις απέναντι της Αγγλίας κι’ ότι, παρ’ όλα αυτά και παρά τις άλλες, συγκεκριμένες ελληνικές ενέργειες που παρεβίαζαν την ουδετερότητα, η κυβέρνηση του Ράιχ είχε επιδείξει «υπέρμετρη υπομονή και μακροθυμία». Πως η Ιταλία «εξαναγκάστηκε» να δράσει στρατιωτικώς στην Ελλάδα, γιατί είχαν παραχωρηθεί ελληνικές βάσεις στο αγγλικό ναυτικό. Πως η Αγγλία καταγίνεται να δημιουργήσει στην Ελλάδα νέο κατά της Γερμανίας μέτωπο, όπως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πως 200.000 αγγλικός στρατός είναι έτοιμος ν’ αναλάβει δράση στην Ελλάδα.
Και κατέληγε η διακοίνωση: «Δια τον λόγον τούτον η κυβέρνησις του Ράιχ έδωσεν ήδη διαταγάς εις τα στρατεύματα της όπως εκδιώξουν τας βρεταννικάς δυνάμεις εκ του ελληνικού εδάφους. Πάσα αντίστασις προβαλλόμενη εις τον γερμανικόν στρατόν θα συντριβή αμειλίκτως.
»Η κυβέρνησις του Ράιχ καθιστώσα τούτο γνωστόν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν, τονίζει ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν έρχονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και ότι είναι μακράν του γερμανικού λαού η πρόθεσις όπως πολεμήση και καταστρέψη καθ’ εαυτόν τον ελληνικόν λαόν. Το κτύπημα όπερ η Γερμανία είναι ηναγχασμένη να καταφέρη επί του ελληνικού εδάφους, προορίζεται δια την Αγγλίαν. Η κυβέρνησις του Ράιχ είναι πεπεισμένη ότι εκδιώκουσα ταχέως τους παρείσακτους Άγγλους εξ Ελλάδος, προσφέρει αποφασιστικήν υπηρεσίαν πρωτίστως εις τον ελληνικόν λαόν και την ευρωπαϊκήν κοινότητα».
Και έτσι είναι που, ξαφνικά, ένα πρωί του Απρίλη 1941, το μικρό ελληνικό έθνος βρέθηκε να πολεμάει με τις δυο μαζί μεγαλύτερες στην ξηρά Δυνάμεις του κόσμου. Η στιγμή είταν πολύ μεγάλη, όλοι το ένιωσαν.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας είχε διακόψει την ταχτική μετάδοση της κυριακάτικης Λειτουργίας για ν’ αναγγείλει σημαντικά γεγονότα. Μεσολάβησε μια λιγόστιγμη σιωπή, εκατομμύρια κρατημένες ανάσες. Η είδηση είτανε πως στις πεντέμιση το πρωί, ο πρεσβευτής της Γερμανίας , κλπ. Ο πρωθυπουργός είχε απαντήσει πως η Ελλάς θ’ αντισταθεί.
Το αντίθετο, θα είταν αυταδιάψευση. Δεν είχαμε απαντήσει «όχι» στους Ιταλούς επειδή πιστεύαμε πως θα τους νικούσαμε. Είχαμε απαντήσει έτσι γιατί αυτή είταν η επιταγή της ελληνικής ψυχής και της ελληνικής Ιστορίας. Πίστεψε άραγε κανένας, εκείνες τις στιγμές, στο ενδεχόμενο μιας νίκης ; Λογικά, όχι βέβαια. Στιγμές τέτοιες δεν μοιάζουν με τίποτα. Όταν η Ιταλία, τον περασμένο Οκτώβριο, είχε επιτεθεί, όλοι βαρούσαν πως ο αγώνας θα γίνει για την τιμή των όπλων και μόνο. Η ομορφιά εκείνης της ώρας δεν είταν η προσδοκία της νίκης, είταν η απόφαση για τέλος ταιριαστό. Η νίκη είχε έρθει από τον αποχαιρετισμό ακριβώς στη ζωή, από την απόφαση να κοπούν όλες οι γέφυρες που φέρνουν πίσω. Τώρα που η Γερμανία βροντούσε με ατσαλόφραχτη γροθιά την πόρτα της χώρας, κανένας δεν γελιόταν, η ώρα είταν πολύ δραματική για κομπασμούς. Κι’ όμως, ένας άνεμος τρελλής ελπίδας φύσηξε για μια στιγμή: —Πού ξέρεις! Οι νίκες της Αλβανίας είταν ολοζώντανες, το Έθνος είχε αποκτήσει μια καινούργια επίγνωση γι’ αφανέρωτες δυνατότητές του, το θαύμα έμοιαζε χώρος οικείος… Ο επιπόλαιος παρατηρητής θα υποθέσει εδώ πως είταν υπερτίμηση φαντασμένη κι’ άκριτη. Λάθος. Είταν χαμογέλασμα φρεναπάτης. Η τραγική περηφάνεια έχει αντιδράσεις που μπορούν να ξεγελάσουν τον απρόσεκτο. Η λαϊκή συνείδηση, τον Απρίλη του 1941, αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Αναρωτιόνταν όλοι τι θα γίνει τώρα, πως αυτό θα τελειώσει, μήπως μαζί τελειώνει και η Ελληνική Ιστορία. Κανένας δεν ήξερε ό,τι ξέρουμε σήμερα : την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια, με τη Βουλγαρία στο πλευρό της, είταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές, έχουν βάρος αιώνων.
Δεν ξεκινούσαν με πολύ ελαφρύ συνείδηση οι Γερμανοί για τη νέα τους βιαιοπραγία. Οι ραδιοφωνικοί τους σταθμοί, σα σε συναγερμό. Έδιναν από το πρωί αδιάκοπα διακοινώσεις πάνω σε διακοινώσεις, προκηρύξεις πάνω σε προκηρύξεις. Ο Γκαίμπελς είχε διαβάσει στο ραδιόφωνο ο ίδιος την προκήρυξη του Χίτλερ προς το γερμανικό λαό και την ημερησία διαταγή του προς τα στρατό. Δοκίμαζαν να δικαιολογήσουν την ανανδρία. Ο Ρίμπεντροπ κάλεσε αργότερα τους ξένους δημοσιογράφους και τους διάβασε τη διακοίνωση που είχε επιδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση.
Αλλά στο μεταξύ ο λόγος είχε δοθεί στα όπλα. Στο πλατύ ελληνικό μέτωπο βροντούσε από τα χαράματα τα κανόνι. Η επίθεση εκδηλώθηκε κατά του Μπέλες στις πέντε και τέταρτο τα πρωί, δηλαδή πριν ο πρεσβευτής Έρμπαχ επιδώσει τη διακοίνωση της χώρας του. Οι Γερμανοί χτύπησαν στο αδύνατο σημείο της γραμμής, ανάμεσα στο Τριεθνές και στο πρώτο οχυρό της σειράς, την Παποτλίβιτσα, που η κατασκευή της δεν είχε προλάβει να συμπληρωθεί. Σε λίγο η επίθεση γενικευόταν, έφτανε ίσαμε τα βόρεια της Κομοτινής. Η κύρια προσπάθεια του εχθρού ωστόσο γινόταν στο αριστερά του μετώπου, στο Μπέλες και στ’ οχυρό Ρούπελ. Τα ενδιάμεσα οχυρά της γραμμής είταν πέντε: από δυτικά προς τ’ ανατολικά η Παποτλίβιτσα, το Ιστίμπεη, το Αρπαλούχι, τα Κελκαγιά και οι Παλιουριώνες. Τα τρία μεσαία είναι κοντύτερα μεταξύ τους, σχηματίζουν τρίγωνο.
Το Μπέλες, από τις εφτά η ώρα τα πρωί καιγόταν. Τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως, βλέποντας τον ελληνικά στρατό απροστάτευτο από τον αέρα χαμήλωσαν, άρχισαν να βουτάνε και να πολυβολούν ξυστά. Τα δάση πάνω στο Μπέλες είχανε πιάσει φωτιά από τις πολλές βόμβες, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν κοπεί, το δίκτυο εξαρθρώθηκε.
Τα φυλάκια, στην προκάλυψη, έκαναν στα μεταξύ αγώνα απεγνωσμένο. Στο 162, που αντιστάθηκε ως το μεσημέρι, σκοτώθηκαν όλοι χωρίς εξαίρεση οι άντρες, μαζί κι’ ο υπολοχαγός διοικητής. Αλλά των Γερμανών η υπεροχή είταν εξουθενωτική, τα αριστερό του υποτομέως Ροδοπόλεως, με τα δυο του μοναδικά τάγματα, είχε μείνει ακάλυπτο από τις εφτάμιση η ώρα κιόλας. Τα υπολείμματα του ενός από τα τάγματα είχανε πιάσει το ύψωμα 1120 και αγωνίζονταν εκεί απάνω κρατώντας τους Γερμανούς σε πεντακόσια μέτρα απόσταση. Από τους εφτακόσιους άντρες του τάγματος τα ένα τρίτο είταν πια εκτός μάχης.
Στο σκυρόδετο πολυβολείο Π9 η αντίσταση κράτησε ως την εφτάμιση το βράδι. Τα 33.000 φυσίγγια και οι χειροβομβίδες του προσωπικού εξαντλήθηκαν. Ο Γερμανός διοικητής του τμήματος που έκανε την επίθεση, βλέποντας τις πολλές απώλειες του, είχε οργιστεί. Όταν τέλος το πολυβολείο υπέκυψε, ο Γερμανός συνεχάρη τον αρχηγό του λοχία Δημήτρη Ίντζο κι’ έπειτα έβαλε και τον τουφέκισαν. Είναι ο νόμος του πολέμου αυτός; Ας το κρίνουν όσοι πιστεύουν ακόμα στην αρετή του ανδρισμού.
Αλλά το βάρος της κύριας γερμανικής προσπάθειας έπεφτε βέβαια στα οχυρά, αρχίζοντας από το δεξί της XVIII Μεραρχίας, τον υποτομέα θύλακος. Εδώ, το Ιστίμπεη σφυροκοπήθηκε ανελέητα από το γερμανικό πυροβολικό, ενώ πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς, από μιαν απόσταση μικρή, μόλις διακόσια ή εξακόσια μέτρα, χτυπούσαν με άμεση, οριζόντια βολή τα φατνώματα του Οχυρού. Στις εφτά η ώρα, το πεζικό του εχθρού χύμηξε σε πυκνές μάζες. Το Ιστίμπεη αντιστεκόταν. Έσπασε το πρώτο κύμα του εχθρού, καθώς και άλλα, που τ’ ακολούθησαν αμέσως. Κατά τις οχτώ η ώρα όμως, οι Γερμανοί κατόρθωσαν να επικαθήσουν στην επιφάνια του οχυρού, που είταν σκαμμένο μέσα στη γη. Από εκεί και πέρα, έγινε ένας αγώνας τυφλός, οι απ’ έξω να πασχίζουν να μπούνε μέσα, οι από μέσα ν’ αμύνονται με ό,τι όπλο τους απόμενε. Τέλος οι Γερμανοί βάλθηκαν να φράζουν τ’ ανοίγματα του οχυρού με πέτρες και χώματα, για να κάνουν τη φρουρά του να παραδοθεί από ασφυξία.
Στο Κελκαγιά ίδια κατάσταση. Τα πτώματα των Γερμανών στιβάζονταν μπροστά στο οχυρό, αλλά η επιμονή των άλλων, που έρχονταν ξοπίσω, δεν λυγίζει. Στη μία η ώρα έχουν ανέβει στην επιφάνεια του οχυρού. Με χειροβομβίδες και δυναμίτες που ρίχνουν από τ’ ανοίγματα του, προσπαθούν να το αποκαταστρέψουν. Τότε κάνουν μιαν απόπειρα να μπούνε μέσα, αλλά στις υπόγειες στοές βροντάει ο θάνατος∙ κανένας απ’ όσους μπήκανε δεν ξαναβγήκε. Με το βράδι, θ’ αρχίσουν κι’ εδώ την απόφραξη των ανοιγμάτων, για να σκάσουν μέσα τη φρουρά ή να την αναγκάσουν να παραδοθεί.
Δεξιά από τη XVIII Μεραρχία είταν η XIV (υποστράτηγος Κ. Παπακωνσταντίνου). Το μέτωπο της έπιανε από το Στρυμώνα ίσαμε το Κάτω Νευροκόπι, κάπου ογδόντα χιλιόμετρα φάρδος. Εκεί, οι Γερμανοί χτύπησαν με μεγάλη σφοδρότητα δύο κυρίως οχυρά: στ’ αριστερά το Ρούπελ, στο δεξί το Περιθώρι.
Η επίθεση κατά του Ρούπελ είναι από τις μεγάλες στιγμές αυτού του πολέμου, που έμπαινε πια στο τελευταίο του στάδιο. Το Ρούπελ βρίσκεται στην ανατολική Όχθη του Στρυμώνος, απαγορεύει τα στενά του ποταμού σε συνδυασμό με τ’ Οχυρό Παλιουριώνες από τη δυτική Όχθη. ΟΙ Γερμανοί έρριξαν πάνω στο Ρούπελ όλο το βάρος τους. Βομβαρδισμός πυροβολικού άρχισε στις πέντε και τέταρτο το πρωί, στις έξη χύθηκαν από ψηλά τα Στούκας. Είχαν ειδικές σειρήνες, που ούρλιαζαν απαίσια καθώς γίνονταν οι βουτιές, για να σπάζουν τα νεύρα των αμυνομένων. Η τοποθεσία ολόκληρη είταν μέσα στις φλόγες, ο αέρας έτρεμε, σκιζόταν από τις λάμψεις. Το θέαμα και το άκουσμα έπαιρνε ένα τρομαχτικό μεγαλείο καθώς το σύστημα πυρός του οχυρού απαντούσε τώρα σύσσωμο κι’ από αντίκρυ ζύγωναν τ’ άρματα μάχης του εχθρού και οι μοτοσυκλέττες. Πυκνές μάζες πεζικό τ’ ακολουθούσαν. Στο Στρυμώνα κατέβαιναν βάρκες από λάστιχο, ξέχειλες από γερμανικό στρατό, αμφίβια τέρατα με μυριάδες κεφαλές από πρασινωπό ατσάλι.
Ο εχθρός είχε κατεύθυνση κατά κύριο λόγο προς τα δύο από το σύστημα οχυρών του Ρούπελ: το Ούσιτα και το Μολών Λαβέ. Όμως η αντίσταση τους δειχνόταν αποτελεσματική: δυο άρματα χτυπήθηκαν, έμειναν στο δρόμο της Κούλας, δύο άλλα αχρηστεύθηκαν στη διασταύρωση με το δρόμο που κατεβαίνει από την Τοπόλνιτσα. Μια γερμανική πυροβολαρχία, που πήγαινε κι’ αυτή στην Τοπόλνιτσα, χτυπήθηκε, διαλύθηκε. Αλλά οι Γερμανοί φαίνονταν να την περιμένουν την αντίσταση του Ρούπελ κι αδιαφορούσαν για τις απώλειες. Συνέχιζαν τις επιθέσεις του σε κύματα απανωτά, ακάλυπτοι.
Στο μεταξύ, δεκαοχτώ βάρκες είχανε μπλέξει στο υποβρύχιο δίχτυ από σύρμα, στο Στρυμώνα, βούλιαζαν χτυπημένες από το πυροβολικό των Οχυρών. Βούλιαζαν μαζί με το έμψυχο φορτίο τους. Εκατόν είκοσι αεροπλάνα βούιζαν, ούρλιαζαν αδιάκοπα πέρα – δώθε στον ουρανό. Οι υπερασπιστές του Ρούπελ έδειχναν θαυμαστή ψυχραιμία. Η αναμέτρηση φιλοπατρίας και σιδερένιας δύναμης είταν εδώ σκληρή, αποφασισμένη. Σ’ όλο το διάστημα της ημέρας, οι Γερμανοί, τεχνίτες πια στην επίθεση, στέλνουν τα κύματα τους το ένα πίσω από τ’ άλλο, ακούραστα, ανεξάντλητα, διαλύονται, άλλα προβαίνουν πίσω, με τους ίδιους πυκνούς σχηματισμούς, με την ίδια όρμή. Κάθε μισή ώρα κύματα από Στούκας ξεχύνονται από πέρα, αυλακώνουν αφηνιασμένα τον ουρανό. Την τοποθεσία των οχυρών Παλιουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς, τη χτυπάνε ογδόντα δύο γερμανικές πυροβολαρχίες. Το σύμπαν, κάτω κι’ απάνω, φαίνεται να έχει πνιγεί στη φλόγα.
Ανατολικά, στη ζώνη της VII (υποστράτηγος Χρ. Ζωιόπουλος) δύο είταν τα οχυρά: το Λίσσε και το Πυραμιδοειδές. Εδώ oι Γερμανοί έρριξαν λιγότερο βάρος από το Ρούπελ, το Λίσσε όμως χτυπήθηκε από συνδυασμένες δυνάμεις, άρματα μάχης, πυροβόλα αυτοκινούμενα και πυκνούς σχηματισμούς πεζικού. Η άμυνα του οχυρού είταν καλομελετημένη. Άφησε τον εχθρό να φτάσει ανενόχλητος στα οχτακόσια ως χίλια μέτρα, και τότε, ολόξαφνα, άρχισε ολόκληρο ν’ αστράφτει και να βροντάει. Ο φραγμός που εξαπολύθηκε έτσι από πεζικό μαζί και πυροβολικό, με δεξιά το Πυραμιδοειδές να βοηθάει, κεραυνοβόλησε τους Γερμανούς που προχωρούσαν σ’ ανοιχτό χώρο. Σκόρπισαν παλαβωμένοι, αφήνοντας χάμω σωρούς τους χτυπημένους.
Νέα επίθεση, με πεζικό, τσακίστηκε από το φράγμα του οχυρού. Ξαπόστειλαν τότε καταπάνω του τ’ άρματα μάχης. Η φρουρά του Λίσσε είχε ενθουσιαστεί, πολεμούσε σα μεθυσμένη. Άφησαν τα’ άρματα να φτάσουν στα πεντακόσια μέτρα, ύστερα τα σημάδεψαν καλά με τ’ αντιαρματικά πυροβόλα, τους έριξαν. Τρία από τα τέσσαρα άρματα έγιναν κόσκινο. Οι Γερμανοί έκαναν νέα προσπάθεια, με βαρύτερα άρματα μάχης, αστόχησαν, έχασαν άλλα δυο.
Από εκεί και πέρα, άρχισαν τις υπερκερωτικές κινήσεις, πάτε ανάμεσα Περιθώρι και Λίσσε, πάτε προς τα υψώματα Ουσόγια. Ανατολικότερα ακόμα, στη ζώνη της Ταξιαρχίας Νέστου, η γερμανική επίθεση θα προσκρούσει στ’ οχυρό Εχίνος, πάνω από την Ξάνθη. Ακόμα πιο ανατολικά, στα μακρύτατο-ελληνικά μέτωπο, είταν η Ταξιαρχία Έβρου και τ’ οχυρό Νυμφαίο, πάνω από την Κομοτινή. Αυτό βρέθηκε περικυκλωμένο σχεδόν από τους Γερμανούς, που είχαν απωθήσει τα ελαφρά τμήματα προκαλύψεως. Πυροβόλα όλων των τύπων και διαμετρημάτων, στημένα γύρω του, τα σφυροκοπούσαν, και η αεροπορία του έριχνε από ψηλά.
Η αεροπορία! Ο μεγάλος καημός του ελληνικού στρατού, που άντεχε στην επίθεση, αλλά που δεν είχε την ηθική ανακούφιση να βλέπει τα δικά του αεροπλάνα να τον προστατεύουν. Τη συντριπτική υπεροπλία των Γερμανών στον αέρα θα την δοκιμάσουν, την ίδια εκείνη νύχτα, κοντά χαράματα, oι Έλληνες στην πρωτεύουσα τους και στον Πειραιά. Βρόντος τρομερός συγκλόνισε το λεκανοπέδιο της Αττικής και το λιμάνι: Μια νάρκη μαγνητική, ριγμένη από γερμανικά αεροπλάνο, είχε ανατινάξει ένα αγγλικά μεταγωγικό γεμάτο εκρηκτικές ύλες. Κομμάτια της προκυμαίας, αποβάθρες, βούλιαξαν, τινάχτηκε στον αέρα μια αμαξοστοιχία φορτωμένη πυρομαχικά, γκρεμίστηκαν σπίτια, αποθήκες. Η Γερμανία έκανε την παρουσία της αισθητή με τρόπο κεραυνοβόλο. Προσωποποιημένος όλεθρος.
Ξημέρωνε η 9η Απριλίου κι’ ο αγώνας δεν είχε σταματήσει στα οχυρά που έμεναν ακόμα άπαρτα. Στο Περιθώρι και στη Μαλιάγκα γινόταν αντεπίθεση με συνδυασμένες δυνάμεις των δύο οχυρών, ξανάπαιρνε το υψωμό Σύλλα κι’ έπιανε αιχμαλώτους, μαζί κι’ ένα λοχαγό. Στην περιοχή Παρταλούσκα άλλη αντεπίθεση ανέτρεπε τον εχθρό κι’ έπιανε πάνω από εκατό αιχμαλώτους καθώς και το διοικητή ενός τάγματος. Στην κάτω Βρόντου εξαναγκαζόταν σε παράδοση μια γερμανική διλοχία που είχε καταλάβει τη νύχτα το ύψωμα Άγιος Κωνσταντίνος. Είταν διακόσιοι πενήντα άντρες μ’ έναν αντισυνταγματάρχη επικεφαλής.
Στο Ρούπελ, ύστερα από βομβαρδισμό που κράτησε ως τις τρεις τ’ απόγευμα, παρουσιάστηκαν κήρυκες με λευκή σημαία να πούνε πως η Θεσσαλονίκη είχε παρθεί και κάθε αντίσταση στο εξής είναι μάταιη. Ο διοικητής του οχυρού απάντησε πως τα οχυρά δεν παραδίνονται παρά μόνον όταν κατορθώσει ο αντίπαλος να τα πάρει. Oι κήρυκες έδωσαν το λόγο της τιμής τους πως δεν, λένε ψέμματα κι’ έφυγαν αφού δήλωσαν πως θα ξανάρθουν τ’ άλλο πρωί.
Στη Γκολιάνα με τους περιχαρακωμένους Γερμανούς, ο αγώνας συνεχιζόταν. Το ίδιο και στ’ οχυρό Παλιουριώνες, που βομβαρδιζόταν από πυροβολικό κι’ αεροπορία. Ήρθαν κι’ εδώ κήρυκες, τα’ απόγευμα, έδωσαν το λόγο τους πως παραδόθηκε η Θεσσαλονίκη. Στις έξη η ώρα σταμάτησε η φωτιά κι’ έτσι ένα από τα τελευταία προπύργια της αγωνιζόμενης ελληνικής Μακεδονίας είπε την τελευταία του λέξη.
Από τα χαράματα, ο στρατηγός διοικητής της 29ης θωρακισμένης γερμανικής Μεραρχίας στρατηγός Φάιελ είχε πάει με αεροπλάνο να συναντήσει κοντά στη Σόφια το στρατάρχη φόν Λίστ, διοικητή της Δωδέκατης Στρατιάς. Είχε γυρίσει πίσω στις εννιά, απάντησε στον Έλληνα απεσταλμένο πως οι όροι για συνθηκολόγηση γίνονται κατ’ αρχήν δεκτοί και πως από τις δέκα η ώρα θα δινόταν το πρόσταγμα «παύσατε πυρ».
Η συνάντηση του στρατηγού Φάιελ με τον στρατηγό Μπακόπουλο έγινε το μεσημέρι, στο γερμανικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Επακολούθησε η υπογραφή Πρωτοκόλλου, με χρονολογία 9 Απριλίου και ώρα δύο μετά το μεσημέρι. Οι Γερμανοί, κατά την επαφή τους με τους διαφόρους Έλληνες ηγήτορες, τόνισαν το θαυμασμό τους για την αντίσταση του ελληνικού στρατού και για την πολεμική του αξία. Είναι πολλές αυτές οι μαρτυρίες, πήρανε θέση πια στην Ιστορία και θα είταν ίσως μάταιο να τις παραθέσει κανένας εδώ. Ας συγκρατήσουμε ωστόσο, ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες, τις ακόλουθες μόνο. Συνοψίζουν τα πάντα.
-
- Στους Παλιουριώνες, ο εκεί Γερμανός συνταγματάρχης παρέταξε, τιμής ένεκεν, ένα γερμανικό τάγμα μπροστά στ’ οχυρό και κάλεσε τον Έλληνα διοικητή να το επιθεωρήσει.
- Ο στρατάρχης φον Λιστ, στην ημερησία διαταγή του δήλωνε ότι «οι Έλληνες υπερησπίσθησαν την πατρίδα τους γενναίως».
-
- Στο Ρούπελ ο εντεταλμένος για την παραλαβή του Γερμανός αξιωματικός, αφού συνεχάρη τον Έλληνα διοικητή του οχυρού, του δήλωσε πως είναι τιμή και περηφάνεια για τους Γερμανούς να έχουν τέτοιους αντιπάλους.
- Ο στρατηγός Πάουλ Χάσσε, σ’ ένα του άρθρο σε γερμανική εφημερίδα, με τίτλο: «0ι ανδρείοι Έλληνες», έγραφε: «Τα επιτεθέντα συντάγματα είχον ήδη πείραν διασπάσεως ωχυρωμένων γραμμών εκ προηγουμένων εκστρατειών εις τας όποιας είχον λάβει μέρος. Οι Έλληνες όμως φρουροί των οχυρών ημύνθησαν, παρά τα φλογοβόλα και τας χειροβομβίδας, μετά σκληρού φανατισμού, αναλόγου του οποίου δεν είχον συναντήσει οι Γερμανοί στρατιώται εις ουδεμίαν των προηγουμένων εκστρατειών των. Εφ’ όσον και ένας ακόμη στρατιώτης ηδύνατο να παραμείνη εις το Οχυρόν του, πυροβολούσε».
- Και τέλος, στις 4 Μαΐου, σε λόγο του προς το Ράιχσταγ, ο Χίτλερ θα πει:«Η ιστορική δικαιοσύνη όμως με υποχρεώνει να διαπιστώσω, ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμεν, ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωισμόν και αυτοθυσίαν. Εσυνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθησις της αντιστάσεως δεν ήτον πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγον».
Η ελληνική ψυχή άρχιζε να μπαίνει στο πένθος της κατοχής. Στο μέτωπό της, πάνω στα αίματα, είχε σκαλώσει ένα κλωνάρι δάφνης.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΪΑ 1940-1941
Οι φωτογραφίες των Οχυρών είναι από την ιστοσελίδα: http://www.roupel.gr/mg2/index.php?id=30
Ἀναδημοσίευσις (μέρος 1ον, μέρος 2ον, μέρος 3ον) ἀπὸ τὸ Ἀντιαιρετικὸν ἐγκόλπιον, 25 καὶ 26-10-2009.
Ἡ Ἑλλὰς τοῦ ΟΧΙ - Σελίδες Πατριδογνωσίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου